- σίνγκον
- Ιαπωνική βουδιστική αίρεση, που πρωτοεμφανίστηκε στην Κίνα το 806 αλλά που προερχόταν από τον Κόμπο Νταϊσί (774-835). Οι διδασκαλίες του βασίζονται στην αντίληψη ότι το σύμπαν αποτελεί εκδήλωση της κοσμικής συνείδησης, ταυτιζόμενη με το Βούδα, στον οποίο δόθηκε η προσωνυμία «Ο Μεγάλος Διαφωτιστής» (Μάχα Βαϊροτσάνα, και ιαπωνικά Νταϊνιτσί). Τελικός σκοπός του ανθρώπου είναι να επανεισέλθει στην κοσμική αυτή συνείδηση, και αυτό είναι δυνατό να το πετύχει, παρατηρώντας «τα μυστήρια» του σώματος, του λόγου και της σκέψης που αντικατοπτρίζουν τη διπλή όψη, φαινομενική και αιώνια, που έχει η κοσμική συνείδηση. Από την αντίληψη αυτή παράγεται η συμβολική τυποκρατία της αίρεσης που επιβάλλει στους πιστούς την άσκηση μαγικών πρακτικών και την απαγγελία μαγικών τύπων και προσευχών. Εξαιτίας του υποβλητικού εσωτερικού τελετουργικού, η σ. έγινε μια από τις πιο δημοφιλείς ιαπωνικές βουδιστικές αιρέσεις και, παρά το ότι υποδιαιρείται σε διάφορες υποαιρέσεις, αριθμεί πάνω από τρία εκατομμύρια πιστών.
Dictionary of Greek. 2013.